Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Η υπόσχεση

William Gropper - "Youngstown Strike"

Ο μηχανισμός
κυνηγά στα σοκάκια τους εραστές.
Έχουμε πόλεμο.
Αιώνες ιστορίας
στο φόντο της ατέλειωτης αντιπαλότητας.
Έχουμε ευθύνη.
Μπάνιο να κάνουμε πρέπει πιο συχνά.
Το αόρατο χέρι,
χαϊδεύει τη φτέρνα
του οικονομικού μας οργανισμού
και το κοιτώ.
Εσύ δε βλέπεις;
Να οργανωθούμε.
Να σμίξουνε
οι κραυγές των εργοστασίων,
στα ορυχεία μέσα
οι σκλάβοι με αλυσίδα στο λαιμό,
στο σβέρκο μου
νιώθω τη βρώμικη ανάσα,
ποτάμια ιδρώτα
και κούραση
καταβροχθίζει τα μηνίγγια.
Να κουβαλάμε την ελευθερία
μισθό μισθό.
Έχουμε χρέος.
Πρέπει να βγάλουμε το νοίκι.
Πρέπει τσίμα τσίμα
να ικετεύουμε για εκμετάλλευση,
τα κορμιά μας εμπορεύματα
κοινές πόρνες
αυτοεκμεταλλεύονται
τα σώματά τους.
Τι θα πεις στα παιδιά σου;
Πρέπει να βρούμε.
Πρέπει να βρούμε πώς να οργανωθούμε.
Να μην ριζώσουν
τα προστυχόλογα
και οι λογικές στο στέρνο.
Να παραταχθούμε
και να αδικήσουμε για πρώτη φορά
τον ήλιο.
Να του ουρλιάξουμε
κατάμουτρα ΡΟΥΦΙΑΝΕ.
Το αιτιατό με φαγουρίζει.
Ψάχνει αιτία
με τσούζει το μυαλό,
τους πραγματιστές να κουρέψουμε στη πλατεία.
Και να τους περιφέρουμε
γύρω απ το Ευρωκοινοβούλιο.
Εδώ σήμερα.
Με το δάχτυλο να δείχνουμε.
Να ψιθυρίζουμε τα ονόματά τους κι εμείς.
Σήμερα.
Που χορεύουν για αυτοσυντήρηση οι απολογητές.
Έχουμε πόλεμο σήμερα.
Να απελευθερώσουμε
τους μονόφθαλμους απ' τους εαυτούς τους.
Θα γίνουμε εμείς
κύκλος απέναντι στις γραμμές.
Οι γόνιμοι πόνοι είμαστε της γέννας.
Ωδή προς το τέλος της προϊστορίας μας.

Ουροβόρος

Marcos Santos - "Submission to power"
Μπαίνει μες στο δωμάτιο ο Όφις.
Τα παραμιλητά του Σίσυφου τον ξύπνησαν.
Σέρνεται σπαστικά σαν το αίμα.
Δαγκάνει τη σάρκα πρόστυχα,
ξεπλένει τις αμαρτίες μου στο σπέρμα.
Όταν γεννήθηκα, μέσα από τις φωνές,
έκλαψα που δεν σηκώθηκα
όπως κλαίω και τώρα
που γραπώθηκα από το πάτωμα.
Δε Θέλω να γράψω.
Για ποιους ρε;
Υπάκουοι μαλάκες.

Επεισόδιο #136

Edvard Munch - "Skrik"

Οι τοξίνες απελευθερώνονται στο στομάχι μου.
Τρυπάνε με τα κοφτερά δόντια τους
τις ερμαφρόδιτες στιγμές
που το πιο ειδεχθές έγκλημά
αφόδευσε πριν από λίγο εδώ.
Τα ψυχωτικά επεισόδια,
πάνε κι έρχονται μαζί με τις κούπες.
Οι πασαλειμμένοι κλόουν
αυτοί οι μπάσταρδοι παιδικοί μου φίλοι
μου σφυρίζουνε
τους μακάβριους, φθισικούς ρεμβασμούς
που νεκροί αστοί
αναπολούν στα ζάπινγκ και στις διαφημίσεις.
Φαντάσου τον πόνο ενός ξυραφιού
που βυθίζεται στα μαλακό δέρμα
και καθώς βυθίζεται
δεν πάει κάθετα μέχρι τέλους.
Συνεχίζει την διαδρομή του,
αυτή τη φορά οριζόντια
για πολύ ώρα.
Ανήγαγε αυτές τις στοιχειωμένες κραυγές
σε μια ποσοτική μονάδα σφαδασμών
και αφού την πολλαπλασιάσεις
με τα δευτερόλεπτα
που μπορεί να συνθέτουνε 21 χρόνια
χωσ' τα όλα μέσα στα λαρύγγια μου
να δεις τη στιγμιαία αντίδραση
που ορίζεται
ως το μέρος των συνεχών
επιμηκύνσεων στην περατότητα της ζωής.
Δεν μιλάω εγώ.
Μιλάνε εκατοντάδες μεζούρες άσκοπου αίματος
που έφτυσα
και φτύνω
και είναι λες και μου βγάλανε το δόντι
με τη τανάλια
τόσο αίμα είναι
που θα μπορούσα να σφουγγαρίσω με αυτό
κάθε προσωπική σας στιγμή
γιατί με βιάσατε όταν γεννιόμουνα
τόσο άσχημα,
που ακόμα τα ράμματα του πρωκτού να απορροφηθούν.
Μην σε σιχάζουν οι εικόνες.
Ρίξε μια μάτια γύρω σου
να δεις τα άρρωστα κορμιά
πως ντύνονται λυσσασμένα να αποκτήσουν προσοχή.
Πόσο αυτός ο κόσμος
μέθυσε την πρόοδο
και την γαμά κάθε μέρα με το ζόρι
μέσα από
την καταναλωτική μανία για κάτι παραπάνω
και περισσότερο
στους μαραθώνιους της καθημερινής μας τρέλλας.
Κι όλοι έτσι.
Και εγώ στο γαμημένο τέλμα να σε κοιτάω στα μάτια
και να μην μπορείς να με καταλάβεις
γιατί είμαι τόσο άρρωστος
που τα νεκρά αστέρια των ουρανών
μοιάζουν σαν μήλα από
τον κήπο της Εδέμ που πρέπει να μασουλήσω
έτσι όπως μασουλάω και το σώμα μου
και το μυαλό μου
και τη σκέψη μου κάθε μέρα
μέχρι να τη χωνέψω.
Πότε θα χορτάσω?
Δεν με εμπιστεύομαι.

Αιρετικό

Henry Fuseli - "The nightmare"

Η σάρκα
μπλέκει στους ατμούς της προσφοράς.
Tο νέκταρ
από το πιο κρυφό,
κάτω απ' το εσώρουχο λουλούδι,
στάζει.
Οι υποτακτικοί βγάζουν εξουσία.
Οι αρρώστιες δεν έχουν πατέρα.
Mονάχα μάνα που κι αυτή
έσταξε το νέκταρ της,
στα σκασμένα,
από τη παγωνιά του κρεβατιού χείλη.
Καλύπτουν την σαγήνη με λίγα φύλα
και ψοφάν για ένα γαμήσι δίχως αύριο.
Μια απόκρυφη ζαλάδα από τη καύλα
και ένα τελείωμα από τα μάγουλα ως τα σαγόνια
μέσα.
Πόσο κοστίζει η βενζίνη σου;
Πόσα χιλιόμετρα απάνω στην
άκαμπτη ένδειξη ανδρισμού
μετράν οι τρύπες αυτού του κόσμου;

The submission theorem

No place for the sinners.
At the edge of the world, but still,
through the division of our morality
we exist above waves of relativeness.
We lie to ourselves.
Swallowing smoke
like it was milk
from our mother's breasts.
Polluting the air with it,
observing it's disappearance.
Reminding us
the expiration of our own existence
and the arrogance of the mortal Gods.
We.
Doomed, unfulfilled ideas,
irrational and disturbed monsters.
We play devious games
with ourselves.
The experiment doesn't have an owner
and I don't have a mother tonight.
We are the children of randomness
we are suspicious thieves!
Stealing some pleasure
in every ejaculation.
Dying
beneath the absence of essence.
I need some pure essence.
An element,
that will condemn me
to a treat of continuously joy.
I need boring ideas
and boring people
and boring life,
so I can pretend
that I am actually alive!
Right now I just need you.
I am accelerating.
Running faster
as the drums are getting louder.
Heading,
to the distortion
heading
To the corruption.
Simulation of poems in my mouth
and my veins, toxicated, again
from the curse.
The curse that command me every night
to water with wine my burned lips.
Beasts tonight are chanting
the anthem of my decay.
I embrace the nothingness! 

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Ερωτικό

«Οι εραστές» του Rene Magritte
«Οι εραστές» του Rene Magritte


Κοίταξε τώρα στο κάπου και πάντα οι δυο μας πετάμε.
Σαν ανθοστόλιστες πλατιές, από μάρμαρο επιφάνειες.
Ζεσταίνουμε λίγη από την παγωμάρα της ατμόσφαιρας.
Ζεσταίνουμε λίγη από την παγωμάρα των σεντονιών.
Περπατάμε δίπλα δίπλα, να μη χάσουμε εμπειρία.
Ζητιανεύουμε τυφλά
ο ένας στον άλλον.
Δώσε μου.
Σου δίνω.
Πάλι πίσω.
Πάλι πάρε.
Πάλι φέρε.
Συναλλαγές.
Οι μέρες μας θολωμένες συναλλαγές!
Έχω χάσει το χρόνο.
Έχω βουτήξει τ’ ακροδάχτυλά μου μες στα στήθη σου
και γλύφω λαίμαργα το μέλι.
Ξαναγεννιέμαι μικρός βασιλιάς στα μάτια της μάνας μου.
Χορεύω πάνω από τις ταράτσες αυτής της πόλης.
Χορεύουμε πάνω απ' τα σύνορα της επαφής.
Αντιδρούμε σε ό, τι αντιδρά στα μέσα
και το εκπνέουμε ο ένας στο στόμα του άλλου.
Δεν έχω μοτίβο.
Δεν έχω κάποιον κορμό να σε στηρίξω
και ‘κει πάνω να σου γράψω με πλάνο και κανόνες και λογικές.
Έχω ένα χειμαδιό που στάζει μέσα απ’ τα δόντια μου.
Και ξεγλιστρά από τα δάχτυλα.
Και μουσκεύει όλα τα γραπτά σου.
Γιατί για εσένα είναι όλα.
Θέλω να σου προσφέρω τα πάντα.
Δε θέλω να σου προσφέρω τίποτα!
Να σ’ αγκαλιάσω, να σε φιλήσω,
να σε φτύσω, να σε μυρίσω.
Να κρυφτώ μέσα στα πελώρια μαλλιά σου.
Να τσακωθούμε.
Ν’ ανταμωθούμε,
στο κάπου και πάντα οι δυο μας.
Και να μου τρυπήσεις τις φλέβες
από τα χέρια και τα λαιμά, να πάρουν αέρα.
Μεγάλες, δυνατές και μόνιμες χαρακιές.
Με σκουριασμένα ψαλίδια
να σκίσεις το δέρμα μου
Όσο πιο δυνατά και λυσσαλαία μπρορείς!
Να μολυνθεί
τόσο που να μείνει έτσι ανοιχτό στο συνεχές.
Και να ξυπνάς από τα πλάγια.
Και πριν μου πεις καλημέρα
το στόμα ν’ ανοίγεις
και να ρουφάς το χείμαρρο απ' αυτές τις σχισμές,
γιατί χείμαρρο έχω.
Είμαι ανίκανος για κάτι πέραν απ' αυτό.
Συγγνώμη.
Δεν έχω έλεγχο.
Καταστρέφω τη ζωή μου σ' ένα δευτερόλεπτο,
τη χτίζω σε 20 χρόνια.
Λίγη βενζίνη στα μάτια μου
αναμμένο σπίρτο πετώ,
φωτιά!
Κραυγές!
Και γέλια!
Και ‘συ το ίδιο.
Και όλοι μας το ίδιο!
Αλλά εσύ πιο πολύ
γιατί εσύ είσαι η δική μου.
Και είμαι τόσο εγωιστής πάνω στο σώμα σου.
Μουδιάζω.
Σκούζουν,
βογγάν τα τεντωμένα μου χαρακτηριστικά.
Στον τοίχο.
Βλέπω τον τοίχο!

Μικρές Ισορροπίες

Τεντώνει η κλωστή
και λοξοδρομεί η πραγματικότητα.
Ξεχωριστά στα άκρα, διαφορετικές υφές,
ηλεκτρίζουν με τον τρόπο τους τις ίνες,
αυτού του φθαρμένου ισορροπιστή.
Αλλάζει η κατάσταση τάχα;
Η αγωνία τούτη,
του μέγα, δήθεν πολεμιστή,
αλωνίζει στ' ανοιχτά
στις θάλασσες της πικριάς.
Γέρνει σαν τις τραμπάλες ο ντουνιάς
και λάβα ‘κουμπά τα ξένα.
Ήλιοι πνίγηκαν σ' ωκεανούς,
ξεράθηκε πια ο τόπος.
Ξεράθηκα και 'γω και βούλιαξα
σαν τις βαρκούλες στ' βαθιά.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Η εξαπάτηση

«Saturn Devouring His Son» του Francisco Goya

 Η αβάσιμη φύση
μας καμουφλάρει.
Νομίσαμε ότι γεννηθήκαμε,
γιατί κάπως έπρεπε
το κοινωνικό φαντασιακό να αναπαραχθεί.
Κι όμως,
πιο δουλικά και απ' τους αθάνατους,
συνεχίζουμε να πεθαίνουμε
ατροφώντας πάνω σε νόρμες.
Η ποίηση,
βϊασμένη πόρνη και μάνα,
τυφλή.
Mας σφίγγει τα κρανία
να μη ξεφύγει η σκέψη πια
και χάσει κι άλλα από τα παιδιά της.
Μα η αισθητική είναι το μόνο που έμεινε.
Όσο απέμεινε.
Τέφρα η ανάσα μου μάνα.
Βαριά και ασήκωτη
η βαρύτητα για μένα πια.
Ξεπουλημένοι θεοί,
παίζουνε τσέλο απόψε
στους ιμάντες του οίστρου μου.
Tο ρέκβιεμ
της τελευταίας γέννησης,
χορεύουνε οι ρουφιάνοι μας
γύρω από το σταυρό.
Θέλω τη γροθιά μου να σηκώσω ψηλά.
Ο βρόγχος μου
ατέρμονα αναπαράγεται.
Ενθυλακώνει ιδιολογίες
και 'γω ιδρώνω σε κάθε επανάληψη.
Σε τρέμω δολοφόνε,
γιατί το χέρι σου είναι μαστίγιο
που γαργαλάει το υποσυνείδητό μου
και το σύνδρομο στον εγκέφαλο
με σέρνει να σε βαφτίσω έρωτα.
Φέρτε μου τα βιβλία.
Φέρτε τους νταβατζήδες των ενστίκτων μου!
Φέρτε τη ντρόγκα μου
να δείτε πως καταστέλλω τη μανία
σαν υπάκουος πολίτης.
Τα απωθημένα νύσταξαν από ανία
και εγώ τα νανουρίζω
με τους ψαλμούς του Διονύσου.
Μια μέρα ο Κέρβερος θα φύγει από τη πόρτα
γαμημένοι.

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Οδοιπορικό

«Retour» του Jacques Resch


Σειρήνες ερμαφρόδιτες
σπέρνουν τον πειρασμό
σε γη ξερή του ισημερινού.
Ψέλνει ιησουιτικά Ευαγγέλια
στο μιναρέ ο κράχτης
και οι πιστοί
τον δικάζουν σ' ανάσταση.
Χλιμιντρίζουν οι θαραλλέες Κασσάνδρες,
λίγο πριν τις βιάσουν
μες στον ιππόδρομο οι κύκλωπες.
Και στις φαβέλες της προστυχιάς,
στο κέντρο να 'χουμε μείνει
οι 2 μας σύντροφε.
Ν' ανακαλύπτουμε την ώρα
απ' τη σκιά του ήλιου,
περπατώντας στα τέσσερα ακόμα.
Να!
Ρώτα, για, τούτο τον περαστικό.
Είναι μακρυά από δω χάμου η Βαβυλώνα?

Subscribe And Follow